- προνοητής
- οπολιτικός και στρατιωτικός διοικητής κάθε Ιόνιου νησιού κατά τη βενετοκρατία, αλλ. προβλεπτής, πρεβεδούρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προνοητής — supervisor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητής — ο, ΝΜΑ, θηλ. προνοήτρια Μ, και προνοετής Α [προνοῶ] νεοελλ. μσν. 1. (κατά τη βενετοκρατία) διοικητής κάθε μιας από τις Ιονίους Νήσους ο οποίος εκλεγόταν ανά διετία από τη βενετική σύγκλητο και είχε στρατιωτική και πολιτική εξουσία 2. προνοιάριος* … Dictionary of Greek
προνοηταί — προνοητής supervisor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητοῦ — προνοητής supervisor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητῇ — προνοητής supervisor masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητήν — προνοητής supervisor masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητῶν — προνοητής supervisor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητά — προνοητά̱ , προνοητής supervisor masc nom/voc/acc dual προνοητής supervisor masc voc sg προνοητής supervisor masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητάς — προνοητά̱ς , προνοητής supervisor masc acc pl προνοητά̱ς , προνοητής supervisor masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Прония — (Πρόνοια). Термин этот часто встречается в харистикарной практике Византии, обозначая попечение о монастыре, данном в харистикию (см.), вследствие чего лицо, принявшее на себя обязанности, связанные с харистикией, называется προνοητής. В более… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона